- εκλεκτικός
- -ή, -ό (AM ἐκλεκτικός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει την ικανότητα να εκλέγει σωστά2. ο δύσκολος στην εκλογή, αυτός που δυσκολεύεται να εκλέξει3. το αρσ. ως ουσ. οι Εκλεκτικοίοι οπαδοί τού εκλεκτικισμού, οι φιλόσοφοι που συνθέτουν δικό τους σύστημα με αρχές και μεθόδους από διάφορα συστήματανεοελλ.1. φρ. «εκλεκτική φιλοσοφία» — ο εκλεκτικισμός2. «εκλεκτικές συγγένειες»α) φυσικοχημική έλξη ορισμένων χημικών ουσιών προς κάποιο κυτταρικό στοιχείοβ) τίτλος μυθιστορήματος τού Γκαίτεγ) αυθόρμητη σύγκλιση τελείως διαφορετικών, φαινομενικά τουλάχιστον, κομμάτων ή απόψεων σε ορισμένα θέματα3. (για ψηφοφόρο) αυτός που εκλέγει και ψηφίζει προσωπικότητες ανεξαρτήτως κόμματος.
Dictionary of Greek. 2013.